κολοβόριν

κολοβόριν
κολοβό-ρῑν, ῑνος, , ,
A slit-nosed, LXX Le.21.18:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολοβόρ(ρ)ιν — κολοβόρ(ρ)ιν, ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης («ἄνθρωπος τυφλός, ἢ χωλός, ἢ κολοβόριν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ρριν (< ῥις, ῥινός «μύτη»), πρβλ. καμπυλό ρριν, οξύ ρριν] …   Dictionary of Greek

  • κολοβόρ(ρ)ινος — κολοβόρ(ρ)ινος, ον (Α) κολοβόριν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβόρριν, με μεταπλασμό κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”